- ἀκατάληπτε
- ἀκατάληπτοςthat cannot be reachedmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοερός — ή, ό (ΑΜ νοερός, ά, όν, Α και νοηρός, ά, όν) 1. αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.) 2. αυτός που γίνεται, που συντελείται στο πεδίο τού νου… … Dictionary of Greek